- εὐρυθέμειλος
- εὐρῠ-θέμειλος, ον,A with broad foundations, of Ἅιδης, IG14.1015 (-μιλος lapis); also (with v.l. -θέμεθλον)
βρέτας Call. Dian.248
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βρέτας Call. Dian.248
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευρυθέμειλος — εὐρυθέμειλος, ον (ΑΜ) με πλατιά θεμέλια μσν. (για δάπεδο) ευρύς, πλατύς αρχ. πολύ ευρύχωρος, τεράστιος σε έκταση («εὐρυθέμειλος Ἅιδης»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + θεμείλι α / θέμειλα] … Dictionary of Greek
εὐρυθέμειλος — with broad foundations masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυθέμειλον — εὐρυθέμειλος with broad foundations masc/fem acc sg εὐρυθέμειλος with broad foundations neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)